Το τηλέφωνο κτύπησε σπάζοντας τη σιωπή. Στην άλλη γραμμή ήταν η μητέρα μου. Μάριε, έλα πάνω, έχω φτιάξει το αγαπημένο σου φαγητό. Δε με ένοιαζε τόσο πολύ για το φαγητό όσο για να περάσω χρόνο με τον πατέρα μου και να βοηθήσω κι εγώ στην προσαρμογή του στην Κύπρο, αφού για χρόνια δούλευε στις Αραβικές Χώρες. Τον τελευταίο καιρό μετά από πιέσεις και με την υγεία του να χειροτερεύει, αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να επιστρέψει στην μικρή πατρίδα του και στη γενέτειρα του, ένα παραδοσιακό χωριό της Κύπρου.. Μας είχε λείψει ομολογουμένως, αφού η πολυμελής οικογένειά του και οι συνθήκες στην Κύπρο τον ανάγκασαν να ξενιτευτεί. Λίγο η καλή θέση που είχε στην εταιρεία, λίγο η συνήθεια της ξενιτιάς, τον έκαναν εξαρτώμενο της δουλειάς. Οι επισκέψεις στην Κύπρο δυο φορές το χρόνο εκ των οποίων η μια ήταν τα Χριστούγεννα που το συνδύαζε πάντοτε με το κυνήγι του ενδημικού, ειδικά του λαγού του οποίου ήταν φανατικός κυνηγός. Πάθος που το κληρονόμησε και στα παιδιά του.

Xωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο χωριό, ένα μαγευτικό χώρο που οι αδηφάγοι ρυθμοί της σύγχρονης ζωής και του καταναλωτισμού δεν το έχουν αγγίξει. Περπάτησα στα στενά δρομάκια και βρέθηκα στη βεράντα του σπιτιού και τον πατέρα μου να κάθεται σαν βασιλιάς και να ετοιμάζει τη σαλάτα με τα λαχανικά που είχε καλλιεργήσει στο μικρό χωραφάκι του. «Κοίτα τις ντομάτες μου και τα λαχανικά μου» μου είπε με περηφάνια. Άλλη χάρη να τα καλλιεργείς και να τα γεύεσαι κατευθείαν από τη γη σου συμπλήρωσε. Πιάσαμε την κουβέντα μέχρι να στρωθεί το τραπέζι. «Πώς πάνε οι λαγοί;» του είπα. Μια χαρά μου είπε. Πήγα τους έβαλα νερό προχτές και ψες πήγα με το φεγγάρι να τους δω. Λόγια που με έκαναν να απορήσω, αφού τον τελευταίο καιρό ο πατέρας μου συμπεριφερόταν πολύ παράξενα. Στηλίτευε τη στάση των νέων κυνηγών με την απερισκεψία τους και την απληστία τους και την αδιαφορία των αρμοδίων με αποτέλεσμα το κυνήγι να κινδυνεύει με αφανισμό. Γι’ αυτό αποφάσισε να βοηθήσει το θήραμα τοποθετώντας ο ίδιος μια αυτοσχέδια ποτίστρα και κουβαλούσε νερό στον ώμο για ένα χιλιόμετρο και πήγαινε και τους ΄την γέμιζε. «Να έχουν τα ζώα νερό να αντέξουν τέτοια ζέστη να γεννήσουν και να απολαύσουμε το κυνήγι μας το χειμώνα» έλεγε χαρακτηριστικά. Με παραξένεψε η όλη του στάση αφού ενεργούσε λες και ήθελε να εξιλεωθεί για τους εκατοντάδες λαγούς που θήρευσε στην κυνηγετική του ιστορία. «Καλά και δεν μπαίνεις στον πειρασμό να τους σκοτώσεις;» παρενέβηκε η Δήμητρα λες και διάβασε τη σκέψη μου. Όχι είπε κοφτά κι αποφασιστικά. Εμείς παλιά θηρεύαμε πολλά θηράματα αφού υπήρχε αφθονία θηραμάτων. Εξάλλου υπήρχαν δυο τρία όπλα σε κάθε χωριό, δεν υπήρχαν αγροτικοί δρόμοι για να βγαίνει ο κάθε άσχετος στο βουνό και κατά κύριο λόγο σκοτώναμε πολλά, γιατί η ανάγκη και η φτώχεια μας ωθούσε να κυνηγούμε όλη μέρα για να πουλήσουμε το θήραμα και να ζήσουμε την οικογένειά μας. Τώρα είναι η ώρα να βοηθήσουμε ο καθένας ξεχωριστά και να σώσουμε ό,τι μπορεί να σωθεί για να έχουν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας μια υγιή απασχόληση. Ήταν γεγονός ότι ο πατέρας μου θεωρείτο ένας από τους δέκα καλύτερους λαγοκυνηγούς της επαρχίας Λευκωσίας. Τα λόγια του έκρυβαν μια βαθιά γνώση αλλά και προβληματισμό. Λόγια σαν ευαγγέλιο από ένα άνθρωπο που συνέδεσε τη ζωή του με το κυνήγι.. Δεν ήταν λίγες οι φορές που καταντούσε σπαστικός, αφού καθώς οδηγούσαμε μας έδειχνε κάθε γωνιά, κάθε λατζιά και μερσινιά που έβγαλε κ κτύπησε λαγό κ άλλες τόσες που το πανούργο αυτό ζώο κατάφερε να τους ξεφύγει παρολη την εμπειρία του πατέρα και των θείων μου.

Το φαγητό ήταν έτοιμο και ευωδιαστό. Πέσαμε στο φαγητό και τον πατέρα μου να δείχνει ευδιάθετος, να πειράζει τους πάντες και να γελά με εκείνο το χαρακτηριστικό του γέλιο. Έδειχνε απόλυτα ευτυχισμένος στο πατρικό του σπίτι και στην ηρεμία που του έδινε η ευκαιρία να καλλιεργεί την πατρογονική του γη. Αφού φάγαμε είπαμε να βγάλουμε τα σκυλιά περίπατο λίγο πιο πέρα. Είχα φέρει κι εγώ τα δικά μου και ο πατέρας έβγαλε και τη Βάνα μια σκυλίτσα που του είχε δώσει ο αδελφός μου ο Κώστας.

Ανηφορίσαμε στο βουνό και σε κάποια στιγμή κουράστηκε και κάθισε σε ένα μεγάλο βράχο να ξεκουραστεί. Μου θύμισε τη φωτογραφία του Κολοκοτρώνη που καθισμένος στην πέτρα φαινόταν το μουστάκι του και η λεβέντικη του κορμοστασιά να κοιτά τα βουνά και τα μάτια του να φανερώνουν βαθιές σκέψεις και ανησυχίες. Γέρασες Γέρο του είπα θέλοντας να τον πειράξω. Θα έρθεις; Πήγαινε γιε μου κι άσε με μόνο μου κανένα τέταρτο να δω τα βουνά που κυνήγησα και γύρισε το βλέμμα του να μη δω τα μάτια του που βούρκωσαν. Κοιτούσε τα βουνά λες και δε θα τα έβλεπε ξανά. Τι έχει ο Γέρος διερωτήθηκα, αλλά δε μίλησα άλλο μη θέλοντας να τον ενοχλήσω.

Μετά από κανένα τέταρτο όντως ήρθε. Δε θέλησα να τον ρωτήσω γιατί μου το είπε αυτό. Ήταν πολύ περήφανος άνθρωπος και εγωιστής που συνδυαζόταν με τη λεβέντική του κορμοστασιά. Όσο επιβλητικός έδειχνε απ’ έξω, άλλο τόσο ευαίσθητος ήταν. Ετοιμάστηκα να φύγω. Μην ξεχάσεις να έρθεις το Δεκαπενταύγουστο. Να μη λείψει κανείς. Θα έρθουν όλα τα αδέλφια σου με φωνή που δε σήκωνε αντίρρηση.

Δυο μέρες αργότερα ήταν Δεκαπενταύγουστος. 15 Αυγούστου 2004. Όλη η οικογένεια μαζεμένη. Έξι αδέλφια με τις και τους συζύγους και 15 εγγόνια έκαναν το χώρο πολύ μικρό να χωρέσει την τόση ενέργεια. Σε αντίθεση με άλλες φορές που ο πατέρας ζητούσε τη βοήθεια μας για τη σούβλα, εκείνη τη μέρα δεν καταδέχτηκε να κάνουμε τίποτα. Ετοίμασε τα πάντα, μιλούσε γλυκά, γελούσε και μας έβαλε να καθίσουμε και μας ρωτούσε τι θα πιούμε. Πράγμα πολύ παράξενο, αφού πάντα διάταζε σαν αυστηρός πατριάρχης. Γενικά τις τελευταίες μέρες συμπεριφερόταν πολύ παράξενα. Είδε όλους τους συγγενείς, τους φίλους μέχρι και τον Αντρέα το γιο του βαφτιστικού του, το 16ο του εγγόνι όπως έλεγε. Καθώς τρώγαμε και διηγούμασταν όπως συνήθως κυνηγετικές ιστορίες, κάθισε σε μια γωνιά, χαμογέλασε και άρχισε να δακρύζει από χαρά. «Τι έπαθες λεει η μητέρα μου»; « και να πεθάνω σήμερα δεν με πειράζει, τουλάχιστον θα είμαι ευτυχισμένος είπε. Τι είναι αυτές οι ανοησίες του είπε;

Κι όμως ο πατέρας το είχε προαίσθημα. Το βράδυ κι αφού συγύρισε και καθάρισε τα πάντα ένα βαρύ εγκεφαλικό τον πήρε από εμάς τόσο πρόωρα και τόσο άδικα. Σε 23 μέρες θα έκλεινε τα 63. Θα έπιανε τη σύνταξη του που δούλεψε τόσο σκληρά και θα απολάμβανε τα παιδιά του και τα εγγόνια του που είχε τόσο στερηθεί. Θα κοσμούσε τη ζωή μας και θα μας αποδείκνυε καθημερινά πόσο μεγάλος λαγοκυνηγός ήταν και πόσες τρομερές γνώσεις είχε για το παμπόνηρο αυτό ζώο. Η μοίρα του όμως είχε γραφτεί όπως και η δική μας Οι μέρες περνούσαν και το κενό φαινόταν δυσαναπλήρωτο. Εγώ δεν έλεγα να ησυχάσω. Στο μυαλό μου κυριαρχούσε η εικόνα του πατέρα μου καθισμένο στο βράχο καθώς και τα τελευταία του λόγια: «Τώρα είναι η ώρα να βοηθήσουμε ο καθένας ξεχωριστά και να σώσουμε ό,τι μπορεί να σωθεί για να έχουν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας μια υγιή απασχόληση, για να έχουν τα ζώα νερό για να αντέξουν τη ζέστη». Λόγια και εικόνες που με έκαναν να συνεχίσω την ενέργεια του πατέρα μου να τοποθετήσει την αυτοσχέδια ποτίστρα. Το είχα θέσει σαν τάμα στον εαυτό μου. Όχι για να θρηνήσω τον πατέρα μου, αλλά για να τον τιμήσω για τα όσα μας έχει προσφέρει και για την κυνηγετική παρακαταθήκη που μας κληροδότησε. Διάλεξα μια πευκόφυτη περιοχή, ένα αδιέξοδο ενός αγροτικού δρόμου κι τοποθέτησα την ποτίστρα. Ο χώρος όμως δεν ήταν και ό,τι καλύτερο αφού πολλοί ασυνείδητοι είχαν ρίξει ένα σωρό μπάζα και λόγω του ότι πολλοί κυνηγοί στάθμευαν εκεί, έτρωγαν και έριχναν τα σκουπίδια. Πήρα το αυτοκίνητο, μάζεψα όσα μπάζα μπορούσα και γέμισα 5 μεγάλα σακούλια σκουπίδια. Ο χώρος ήταν σαφώς βελτιωμένος. Τοποθέτησα κι ένα πλαστικό κάλαθο με την ελπίδα ότι τουλάχιστον θα κάνουν τον «κόπο» οι όποιοι επισκέπτες του χώρου να τοποθετούν μέσα τα όποια σκουπίδια. Μιας και έρχονται εδώ οι κυνηγοί δεν κάνω κι ένα ξύλινο τραπέζι για να κάθονται αξιοπρεπώς οι άνθρωποι, σκέφτηκα.

Την ίδια μέρα ήμουν στο φίλο μου το Δημήτρη. Του είπα τη σκέψη μου. Θα σου δώσω τα ξύλα που χρειάζεσαι μου είπε αλλά δεν το θεωρείς λίγο μαζοχιστικό να κουραστείς και να κάνεις στον κάθε ένα χώρο που ίσως και να μη σεβαστεί. Δε με ενδιαφέρει του είπα κοφτά. Εγώ θα κάνω το τάμα μου, αυτό που με εκφράζει εμένα. Εγώ να τα έχω καλά με τον εαυτό μου κι ο κάθε ένας ας κάνει ό,τι θέλει.. έτσι κι έγινε. Έφτιαξα το τραπέζι, δημιούργησα και μεταλλικές προεξοχές τις οποίες έχωσα στο έδαφος με μπετόν που έφτιαξα επί τόπου. Κάθισα μετά να χαλαρώσω, ήπια το αναψυκτικό μου με σπάνια ευχαρίστηση και σκέφτηκα πόσο σοφός ήταν ο αρχαίος τραγικός ποιητής μας ο Ευριπίδης που κατέδειξε τη διαφορά ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και το «είναι». Γιατί σε τελική ανάλυση δεν πρέπει να φαίνεσαι παραλλακτικά και στους τύπους κυνηγός, αλλά να είσαι κυνηγός με τη σωστή έννοια, να κυνηγάς τον καιρό που πρέπει, να αντιμετωπίζεις το θήραμα με σεβασμό και μη σκέφτεσαι κοντόφθαλμα. Ό,τι αμελήσεις θα έρθει να σε βρει. Πιο σωστό είναι να είσαι προμηθέας κι όχι επιμηθέας. Ο καθένας ας τα βρει πρώτα με τον εαυτό του και μετά με τους άλλους κι ας κάνει ο καθένας αυτό που του υπαγορεύει η καρδιά και η αληθινή του αγάπη κι έγνοια γι’ αυτό που αγαπά, το κυνήγι και τη Φύση..