ΣΤΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΑ ΔΑΣΗ ΤΗΣ ΣΟΥΗΔΙΚΗΣ ΛΑΠΩΝΙΑΣ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ Ο ΑΓΡΙΟΚΟΥΡΚΟΣ
Του Αντώνη Ταλιώτη
Στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού αναφέρθηκα στις τετραονίδες και το κυνήγι τους. Λίγες μέρες μετά που παρέδωσα το άρθρο μου αναχώρησα με τρεις φίλους για τη Σουηδική Λαπωνία με στόχο τους ‘αγριόγαλους’ του δάσους (forest grouse) και ειδικότερα τον αγριόκουρκο.
Ο τελικός μας προορισμός ήταν το χωριό Fredrika στο βόρειο μέρος της χώρας περίπου 120 χιλιόμετρα δυτικά της πανεπιστημιούπολης της Umea όπου φτάσαμε με εσωτερική πτήση από τη Στοκχόλμη.
Στο αεροδρόμιο, μας περίμεναν ο Enrico και ο Adam του Ιταλικού γραφείου κυνηγετικού τουρισμού Montefeltro. Είχαν οδηγήσει 36 ώρες από την Ιταλία το ειδικά διαμορφωμένο αυτοκίνητο τους με το οποίο μετέφεραν και τα 7 σέττερ τους, εργαλεία απαραίτητα για το κυνήγι που σκοπεύαμε να κάνουμε.
Ενώ φορτώναμε τα αυτοκίνητα με αποσκευές και όπλα, κοπάδια από χήνες περνούσαν από πάνω μας πηγαίνοντας για κούρνια χαλώντας τον κόσμο με τις φωνές τους.
Φύγαμε αμέσως για το lodge που ανήκε στον ντόπιο συνεργάτη της Montefeltro τον Michel. Μέχρι να φτάσουμε είχε βραδιάσει για τα καλά. Τακτοποιηθήκαμε αμέσως στα δωμάτια μας και ακολούθως μεταβήκαμε στην τραπεζαρία για δείπνο. Όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις γρήγορα η κουβέντα επικεντρώθηκε στο επερχόμενο κυνήγι και άρχισε η βροχή των ερωτήσεων προς τους τρεις συνοδούς μας στην προσπάθεια μας να μάθουμε τι να περιμένουμε.
Οι συνοδοί μας φρόντισαν να μας ‘προσγειώσουν’ υποδεικνύοντας μας τις δυσκολίες που παρουσιάζει το κυνήγι στο δάσος. Ποιες είναι αυτές; Καταρχάς, οι ‘αγριόγαλοι’ είτε μιλάμε για αγριόκουρκο (capercaillie), λυροπετεινό (black grouse), αγριόκοτα (hazel grouse) ή χιονόκοτα (willow ptarmigan) είναι πουλιά που ποδαρώνουν και δεν αφήνουν εύκολα τα σκυλιά να τα πλησιάσουν. Αν πιεστούν πολύ σηκώνονται και απομακρύνονται πετώντας, με τον κυνηγό να ακούει το χαρακτηριστικό φαπ, φαπ, φαπ που κάνουν τα φτερά τους, ή απλά ανεβαίνουν στα δέντρα οπόταν και τα σκυλιά, ιδίως αν είναι άπειρα, τα χάνουν. Και στις δυο περιπτώσεις ο κυνηγός ούτε που τα βλέπει. Ακόμα όμως και να πλησιάσεις σε απόσταση βολής δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα ντουφεκίσεις γιατί τα δάση στα οποία ζουν είναι τόσο πυκνά που ακόμα και ένα πουλί στο μέγεθος του αγριόκουρκου εύκολα χάνεται πίσω από τις φυλλωσιές αφήνοντας σε με το δάκτυλο στη σκανδάλη.
Γι’ αυτό και οι συνοδοί μας, μάς πρόσφεραν επίσης την επιλογή να κτυπήσουμε αγριόκουρκο με ραβδωτό. Είναι ένας τρόπος κυνηγιού αρκετά αποδοτικός που πραγματοποιείται νωρίς το πρωί μόλις ξημερώσει και αργά το απόγευμα όταν κοντεύει να νυχτώσει όταν οι αγριόκουρκοι βγαίνουν στους χωματόδρομους για να φάνε χαλίκια που τους βοηθούν στην πέψη της τροφής τους. Απορρίψαμε εκ πρώτης αυτήν την επιλογή και την αφήσαμε ως έσχατη λύση.
Παρά τις όχι και τόσο ενθαρρυντικές πληροφορίες που πήραμε το θεώρησα απίθανο έχοντας μπροστά μας ένα πρόγραμμα 5 κυνηγετικών ημερών να μην καταφέρουμε να κτυπήσουμε 1-2 πουλιά από το κάθε είδος παρόλο που προσωπικά συγκέντρωνα το ενδιαφέρον μου κατά κύριο λόγο στον αγριόκουρκο και ακολούθως στην αγριόκοτα. Και αυτό γιατί λυροπετεινούς είχα κτυπήσει στο παρελθόν σε κυνήγι στη Μογγολία ενώ χιονόκοτες (βουνοχιονόκοτες για την ακρίβεια, rock ptarmigan στα Αγγλικά) στην Ισλανδία.
Με αυτές τις σκέψεις αποσυρθήκαμε στα δωμάτια μας. Είχαμε ανάγκη την ξεκούραση γιατί έπρεπε να ανακτήσουμε δυνάμεις αφού την επομένη μας περίμενε μια πολύ απαιτητική μέρα με πολύωρο περπάτημα αλλά και να αναπληρώσουμε τις ώρες ύπνου που χάσαμε αφού ήμασταν στο πόδι από τις δυο τα ξημερώματα.
Ο κυνηγότοπος ήταν περίπου μισή ώρα με τα αυτοκίνητα από το χωριό. Περίπου το ίδιο μακριά ήταν όλοι οι κυνηγότοποι που μας πήραν κατά τη διάρκεια της πενταήμερης μας κυνηγετικής παρουσίας εκεί οπόταν, όπως μπορείτε να αντιληφθείτε, κυνηγήσαμε σε περιοχές παρακείμενες στη Fredrika. Όπως μας ενημέρωσε ο Michel o κυνηγότοπος είναι χωρισμένος σε τμήματα. Για να μπορέσει κάποιος να κυνηγήσει στη Σουηδική Λαπωνία θα πρέπει να πάρει την άδεια του ιδιοκτήτη της γης που μπορεί να είναι ιδιώτης, η δασική αρχή ή η εκκλησία. Σε κάθε τμήμα επιτρέπουν σε συγκεκριμένο αριθμό κυνηγών να κυνηγήσει ώστε να αποφεύγεται ο συνωστισμός και η κυνηγετική πίεση στο θήραμα καθώς επίσης και για να μειώνεται ο κίνδυνος ατυχημάτων. Το σύστημα αυτό ισχύει τόσο για τα φτερωτά αλλά και τα θηλαστικά που απαντώνται στην περιοχή δηλαδή την καφετιά αρκούδα, την άλκη (moose) και τον τάρανδο. Τα πιο πάνω διαχειριστικά μέτρα υποστηρίζονται περαιτέρω και από το όχι και τόσο γενναιόδωρο ημερήσιο όριο κάρπωσης που περιορίζεται σε τρία πουλιά για κάθε κυνηγό.
Από το πρώτο πρωινό κυνήγι κατάλαβα ότι οι τοποθετήσεις των συνοδών μας το προηγούμενο βράδυ για τις δυσκολίες που παρουσιάζει το κυνήγι των ‘αγριόγαλων’ του δάσους κάθε άλλο παρά υπερβολικές ήταν. Το δάσος (στην ουσία μιλάμε για απέραντα δάση, όπου γυρίσεις τα μάτια σου βλέπεις πράσινο) που αποτελείτο από πεύκα, κυπαρίσσια και λεύκες ήταν τόσο πυκνό που αν απομακρυνόμαστε πάνω από 20 μέτρα ο ένας από τον άλλο χάναμε οπτική επαφή. Μη γνωρίζοντας τα μέρη, που έτσι και αλλιώς στα μάτια μου φαίνονταν όλα ίδια, έπρεπε να έχουμε και την έγνοια να μην χαθούμε. Το δε έδαφος ήταν πλήρως καλυμμένο με φυτά, σαπισμένα φύλλα, πεσμένους κορμούς και ότι άλλο φανταστείς. Πέντε μέρες κυνήγι κατά τη διάρκεια του οποίου περπάτησα 45 περίπου χιλιόμετρα δεν είδα χώμα εκτός από τον χωματόδρομο!
Και σαν να μην έφταναν αυτά το υπέδαφος ήταν υγρό έτσι που ένοιωθες σαν να περπατάς πάνω σε σφουγγάρι. Υπό αυτές τις συνθήκες το περπάτημα ήταν ιδιαίτερα κουραστικό.
Για τους ‘αγριόγαλους’ φυσικά ήταν ο τέλειος βιότοπος αφού πρόσφερε κάλυψη, πολλή τροφή (μαύρα και κόκκινα μούρα υπήρχαν παντού όπως επίσης και μανιτάρια) και άφθονο νερό στα αναρίθμητα ρυάκια που διέσχιζαν το δάσος όπως και στις λίμνες που συνόρευαν με αυτό. Για την όποια επιτυχία συνεπώς έπρεπε να ‘κερδίσουμε εκτός έδρας’ για να χρησιμοποιήσω ποδοσφαιρικό όρο με τις πιθανότητες να είναι 80:20 υπέρ των ‘γηπεδούχων’ πουλιών.
Όλα τα είδη παρουσίαζαν την ίδια δυσκολία αλλά ειδικά η αγριόκοτα ήταν πραγματικά ‘δαιμονισμένη’. Αρκετά μικρότερη από όλα τα άλλα είδη, δυσκολευόσουν πολύ περισσότερο να τη δεις μέσα στα πυκνά φυλλώματα αλλά και το πέταγμα της ήταν γρηγορότερο και με συνεχόμενους ελιγμούς ανάμεσα στα δέντρα. Περισσότερο σε τρυγόνι παραπέμπει παρά σε πουλί που ανήκει στις φασιανίδες. Στη μοναδική ευκαιρία που μου παρουσιάστηκε η αγριόκοτα με άφησε τουλάχιστον 2 μέτρα πίσω. Φαντάζομαι όλοι μας έχουμε νοιώσει αυτό το συναίσθημα της ‘ήττας’ όταν από τη στιγμή που πατάς τη σκανδάλη ξέρεις ότι αστόχησες και το πουλί …. πάει. Στην περίπτωση μου πέραν από την αγριόκοτα χάθηκε και η ευκαιρία να καρπωθώ και αυτό το είδος που είναι το μοναδικό από τα Ευρωπαϊκά grouse που λείπει από τη συλλογή μου.
Οι λυροπετεινοί από την άλλη κυριολεκτικά έπαιζαν μαζί μας. Τί κι’ αν ήταν οι πολυπληθέστεροι, τί κι’ αν τους φέρμαραν οι σκύλοι. Στις περισσότερες των περιπτώσεων απλά ακούγαμε το φτερούγισμα τους και δεν βλέπαμε τίποτε. Σε κάποιες απλά βλέπαμε μια σκιά για κλάσματα του δευτερολέπτου πριν εξαφανιστούν σαν φαντάσματα. Περίπου στο 20% των συναντήσεων καταφέρναμε να ντουφεκίσουμε και ακόμα σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι ντουφεκιές ήταν μπηχτές. Χρόνος για να σημαδέψεις δεν σου δινόταν.
Όσο για τους αγριόκουρκους η ‘άμυνα’ τους ήταν άλλη. Προτιμούσαν να απομακρύνονται ποδαρώνοντας ή πετώντας πριν τους φερμάρουν τα σκυλιά. Παρά την ποιότητα των τελευταίων οι λευκές φέρμες ήταν σύνηθες φαινόμενο και όπως και με τα άλλα δυο είδη μας έμενε η ακουστική επαφή και αυτή αν.
Άφησα τελευταίες τις χιονόκοτες. Αυτές ήταν οι λιγότερες σε αριθμό αλλά μπορούσες να τις συναντήσεις και στα μικρά ξέφωτα του δάσους όπου η βλάστηση ήταν αραιότερη. Όχι ότι είχες απρόσκοπτη ορατότητα όμως σίγουρα οι πιθανότητες κάρπωσης ήταν 50:50. Γι’ αυτό και κάθε αποτυχία πονούσε περισσότερο.
Υπό αυτές τις περιστάσεις δεν ήταν έκπληξη ότι δυσκολευτήκαμε αρκετά και δεν καρπωθήκαμε τα πουλιά που αναμέναμε να κτυπήσουμε όταν αναχωρούσαμε από την Κύπρο παρόλο που σηκώσαμε ικανοποιητικό αριθμό χάρις στις προσπάθειες του Enrico και του Adam και τις ικανότητες των σκυλιών, του Σέστρι, του Πορτόι, του Τζόι, του Στέλβιο και της Μπελλέν. Και οι τέσσερεις μας όμως καταφέραμε να κτυπήσουμε τουλάχιστον από έναν αγριόκουρκο, τον φτερωτό βασιλιά των κωνοφόρων δασών της βόρειας Ευρώπης, που ήταν και ο στόχος. Ένα πουλί πραγματικά εντυπωσιακό και επιβλητικό αν μιλάμε για αρσενικό και πανέμορφο αν μιλάμε για θηλυκό. Για μένα ήταν η εκπλήρωση ενός εφηβικού ονείρου, ενός απωθημένου που κράτησε 40 τόσα χρόνια από τη στιγμή που είδα σε φωτογραφία τον αγριόκουρκο στην κυνηγετική εγκυκλοπαίδεια και μέχρι το απόγευμα της 9ης Σεπτέμβριου όταν και κτύπησα έναν μεγάλο, ενήλικο αρσενικό (ο Michel υπολόγισε από τα φτερά και το ράμφος του ότι ήταν 4 - 5 χρονών) βάρους 5 κιλών περίπου.
Συνοψίζοντας το κυνήγι των ‘αγριόγαλων’ του δάσους δεν είναι ένα κυνήγι τσάντας και μεγάλης κάρπωσης. Είναι ένα κυνήγι απαιτητικό σωματικά, επίμονο, δύσκολο, κουραστικό. Πας για το τρόπαιο και όχι για τον αριθμό. Όταν ρώτησα τον Michel τι θεωρεί επιτυχία σ’ αυτό το κυνήγι η απάντηση του ήταν ‘πας για τίποτα και είσαι ευχαριστημένος αν γυρίσεις με ένα πουλί’. Σε εμάς ίσως ακούγεται παράξενο αλλά τα πάντα είναι και θέμα νοοτροπίας. Γι’ αυτό και οι ‘αγριόγαλοι’ του δάσους θα εξακολουθούν να κοσμούν τα κωνοφόρα δάση της Σουηδικής Λαπωνίας και η τελευταία θα συνεχίσει να αποτελεί προορισμό για εκείνους τους κυνηγούς που αρέσκονται στο διαφορετικό, στο ιδιαίτερο και όχι στο ατέλειωτο τουφεκίδι. Για το τελευταίο υπάρχουν άλλοι προορισμοί και άλλα θηράματα.

