Κλάση: Πτήνα (Αves)

Τάξη: Χηνόμορφα (Anseriformes)

Οικογένεια: Νησσίδες (Anatidae)

Γένος: Anas

Είδος: crecca

Υποείδος: crecca


Περιγραφή: 

Το Σαρσέλι ή Κιρκίρι είναι το μικρότερο είδος από τις αφρόπαπιες (είδη που τρέφονται κυρίως στην επιφάνεια με το κεφάλι εντός του νερού και την ουρά προς τον ουρανό). Το είδος διαχωρίζετε σε δύο υποείδη με το Anas crecca crecca να απαντάτε στις Ευρασιατικές περιοχές, και το Anas cracca carolinensis στην Αμερικάνικη ήπειρο. Το μήκος του συνήθως κυμαίνετε από 30-38 εκατοστά και έχει άνοιγμα φτερούγων 53 – 60 εκατοστά περίπου. Η κάθε φτερούγα έχει μήκος περίπου 17-21 εκατοστά. Το αρσενικό είναι ελαφρώς μεγαλύτερο από το θηλυκό και έχει βάρος περίπου 340 γραμμάρια ενώ το θηλυκό περίπου 320 γραμμάρια. Το είδος χαρακτηρίζετε από φυλετικό διμορφισμό (αρσενικά και θηλυκά έχουν διαφορετικό χρώμα). Όπως στα πλείστα είδη πτηνών που παρουσιάζουν διμορφισμό ανάμεσα στα δυο φύλα, έτσι και με τα σαρσέλια, το αρσενικό έχει πιο εντυπωσιακά και φανταχτερά χρώματα για να εντυπωσιάζουν το θηλυκό κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Στα αρσενικά το κεφάλι έχει χρώμα κανελί-καφεκόκκινο με πράσινο χρώμα να περιβάλει τα μάτια σε μια φαρδιά πράσινη λωρίδα, η οποία επεκτείνετε μέχρι το πίσω μέρος του λαιμού. Το πράσινο διαχωρίζεται από το κανελί χρώμα του κεφαλιού με μια κιτρινόασπρη λωρίδα, η οποία επεκτείνετε και μέχρι τη βάση του μαύρου ράμφους. Το στήθος είναι ασπρομπέζ καλυμμένο με σκούρες κηλίδες και η κοιλιά άσπρη. Το υπόλοιπο κορμί είναι καλυμμένο από πυκνές εναλλασσόμενες άσπρες και μαύρες λωρίδες, οι οποίες δίνουν στο πουλί μία γκρίζα εμφάνιση έστω και από μικρή απόσταση. Τα φτερά στη βάση της φτερούγας (scapular feathers) έχουν χρώμα άσπρο που σχηματίζει μία λευκή λωρίδα στο πλευρό του πουλιού όταν κάθετε ή κολυμπά. Τα πλείστα φτερά στο πάνω μέρος της φτερούγας είναι καφέ-γκρίζα εξαιρούμενος των δευτερεύων φτερών, τα οποία έχουν χρώμα ιριδίζον πράσινο κοντά στο κορμί και μαύρο προς την άκρια της φτερούγας κα καλυπτήρια των δευτερεύων έχουν χρώμα άσπρο. Το κάτω μέρος της φτερούγας, τα πρωτεύοντα και τα δευτερεύοντα έχουν χρώμα κυρίως άσπρο και τα καλυπτήρια τους γκρίζο-καφέ. Το πάνω μέρος της ουράς είναι μαύρο με τα πλευρά να είναι κίτρινο-μπεζ, τα οποία σχηματίζουν ένα τρίγωνο στα πλευρά της βάσης της ουράς.

Το θηλυκό έχει χρώμα καφέ – καφεκίτρινο, το οποίο παρουσιάζεται πιο σκούρο στις φτερούγες και στην πλάτη. Το κεφάλι έχει χρώμα καφέ με το πάνω μέρος να είναι πιο σκούρο από τα πλευρά και το λαιμό. Το καφέ χρώμα εναλλάσσετε με καφέ-κίτρινο σε όλο το κορμί με ραβδώσεις στο λαιμό και κηλίδες στο υπόλοιπο κορμί. Οι φτερούγες είναι παρόμοιες με του αρσενικού με τη διαφορά ότι το πάνω μέρος είναι καφέ αντί καφέ-γκρίζο. Η κοιλιά είναι άσπρη με σκούρες ραβδώσεις. Τα νεαρά στην εμφάνιση μοιάζουν με το θηλυκό μέχρι να πάρουν το χρώμα του ενήλικου (αρσενικά). Γενικά το θηλυκό σαρσέλι οπτικά μοιάζει με θηλυκή πρασινοκέφαλη μικρότερου όμως μεγέθους.

Γεωγραφική εξάπλωση:

Το είδος απαντάτε σχεδόν σε όλο το βόρειο ημισφαίριο. Το Ευρασιατικό υποείδος, απαντάτε σχεδόν σε όλη την Ευρώπη και βόρεια Ασία. Τα πουλιά των περιοχών της κεντρικής Ευρώπης τείνουν να παραμένουν στις περιοχές τους όλη τη διάρκεια του έτους. Τα άτομα από τις βορειότερες περιοχές της Ευρώπης, αλλά και της Σιβηρίας μεταναστεύουν σε νοτιότερες περιοχές για να ξεχειμωνιάσουν. Τα πουλιά που επισκέπτονται την ανατολική μεσόγειο προέρχονται κυρίως από την ανατολική Ευρώπη και τη Σιβηρία. Τα πουλιά από τις σκανδιναβικές περιοχές και τις βορεινότερες περιοχές της Ευρώπης ξεχειμωνιάζουν σε περιοχές της μεσογείου (Ευρώπη και Αφρική), αλλά και νοτιότερα διαμέσου του ποταμού Νείλου σε περιοχές της κεντρικής Αφρικής.

Τροφή: 

Η διατροφή του είδους είναι πολύ ποικίλα και διαφέρει αναλόγως της εποχής, της τοποθεσίας και της διαθεσιμότητας τροφής. Κατά την περίοδο του φθινοπώρου και του χειμώνα, τα σαρσέλια τρέφονται κυρίως με φυτική τροφή όπως σπόρους ποώδους βλάστησης, φρέσκους βλαστούς φύκια και άλλα φυτικά είδη που βρίσκονται εντός του νερού. Κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι, λόγο αφθονίας τρέφονται και με προνύμφες εντόμων, διάφορα υδρόβια ασπόνδυλα αλλά και με αυγά ψαριών βατράχων κλπ.

Συνήθειες: 

Κατά την έναρξη της αναπαραγωγικής περιόδου, το αρσενικό με διάφορες κινήσεις που περιλαμβάνουν βούτηγμα του κεφαλιού στο νερό, σφυρίγματα, χτυπήματα των φτερούγων αλλά και της ουράς, προσπαθεί να εντυπωσιάσει τα διαθέσιμα θηλυκά. Όταν ένα θηλυκό διαλέξει ένα αρσενικό της αρεσκείας του, συνήθως θα μετακινηθεί δίπλα του και με διάφορες κινήσεις θα περάσει στο αρσενικό τις απαραίτητες πληροφορίες και θα σχηματιστεί το ζευγάρι. Το ζευγάρωμα και οι ερωτοτροπίες λαμβάνουν μέρος στην επιφάνεια του νερού. Τα σαρσέλια, συνήθως συγκεντρώνονται σε μικρές αγέλες, αλλά σε μερικές περιπτώσεις ιδιαίτερα κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, μερικές αγέλες πιθανόν να αριθμούν χιλιάδες. Είναι πολύ δραστήριο είδος που ψάχνει τροφή σε υδρόβια βλάστηση, στις άκριες των λιμνών και γενικά των υγροβιότοπων, αλλά και σε λασπόνερα ανακατώνοντας τη λάσπη με το ράμφος. Λόγω του μικρού μεγέθους τους, αλλά και των πολύ γρήγορων χτυπημάτων των φτερούγων, τα σαρσέλια όταν πετούν φαίνονται να κινούνται πολύ γρήγορα αλλά είναι και ικανά να αναπτύξουν μεγάλες ταχύτητες σε μικρό χρόνο, αυτός είναι και ένας λόγος που το κυνήγι του είναι πολύ συναρπαστικό.

Εχθροί/ Απειλές: 

Οι φυσικοί εχθροί των σαρσελιών περιλαμβάνουν αρπακτικά πτηνά αλλά και θηλαστικά, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αναπαραγωγής όπου σε περιπτώσεις που η φωλιά δεν είναι κατασκευασμένη πάνω σε νησίδες, πιθανόν να καταστραφεί από αλεπούδες, κουνάβια, αρουραίους, αγριογούρουνα και άλλα θηλαστικά. Οι κυριότερες απειλές όμως για το είδος είναι κυρίως η καταστροφή των βιοτόπων, η αποστράγγιση υγροβιότοπων για ανθρώπινους σκοπούς (κυρίως ανάπτυξη γεωργική αλλά και οικιστική, διάνοιξη οδικών αρτηριών κλπ). Επίσης, σε ορισμένους βιότοπους όπου διεξάγετε κυνήγι υδροβίων, το είδος είναι ευάλωτο στη μολυβδίαση (δηλητηρίαση από κατανάλωση σκαγιών μολύβδου). Επιπρόσθετα, τα σαρσέλια, όπως πολλά υδρόβια πτηνά, είναι ευάλωτα στη γρίπη των πτηνών αλλά και στην αλλαντίαση (ασθένεια η οποία εκδηλώνετε σε νερά με χαμηλά ποσοστά οξυγόνου – πιο εμφανής σε περιόδους όπου παρατηρείτε αυξημένη πρασινάδα εντός του νερού), η οποία είναι η αιτία για περισσότερους από 1,000,000 θανάτους υδροβίων πτηνών το χρόνο. Το λαθροκυνήγι επίσης σε περιοχές υψηλών συγκεντρώσεων, πιθανόν να επηρεάσει τοπικούς πληθυσμούς.

Αναπαραγωγή:

Ο σχηματισμός ζευγαριών καθυστερεί σε σχέση με άλλα είδη πάπιας (μπορεί να λάβει μέρος μέχρι και το τέλος Μαρτίου ενώ στα άλλα είδη συνήθως γίνεται πιο νωρίς). Όπως τα περισσότερα είδη πάπιας, έτσι και στα σαρσέλια, η επώαση των αυγών και το μεγάλωμα των νεοσσών τα αναλαμβάνει πλήρως το θηλυκό (το αρσενικό πιθανόν να μετακινηθεί και μακριά από την περιοχή). Η φωλιά κατασκευάζεται συνήθως εντός πυκνής βλάστησης, η οποία παρέχει πλήρη κάλυψη σε απόσταση μικρότερη συνήθως των 100 μέτρων από το νερό. Είναι κατασκευασμένη σε βαθούλωμα και καλυμμένη με φύλλα, φτερά και φτερά από το κάτω μέρος του πουλιού, τα οποία είναι ιδιαίτερα θερμομονωτικά. Το θηλυκό γεννά περίπου 5-16 αυγά (συνήθως 8-11), τα οποία επωάζει για 21-24 μέρες. Όταν οι νεοσσοί εκκολαφτούν από τα αυγά, εγκαταλείπουν αμέσως τη φωλιά και το θηλυκό τα μεταφέρει στο νερό όπου αναζητούν τροφή με τη βοήθειά του, αλλά και από μόνα τους. Οι νεοσσοί είναι ικανοί να πετάξουν σε ηλικία περίπου 30-35 μέρες.