Του Θεόδωρου Χριστάκη, Δασολόγου - Περιβαλλοντολόγου

Το Ρούδι ανήκει στην οικογένεια Anacardiacea (Ανακαρδιίδες). Είναι ένας φυλλοβόλος θάμνος, που μπορεί να φτάσει σε ύψος έως και τα 4 μέτρα. Το συναντάμε σε υψόμετρο από 600 έως τα 1600 μέτρα. Εκεί μπορεί να επιβιώσει και να αναπτυχθεί. Ανθίζει από τον Ιούνιο μέχρι τον Ιούλιο, αναλόγως του υψομέτρου που φύεται και των κλιματικών συνθηκών που επικρατούν.

Τα φύλλα του είναι κατ' εναλλαγή, σύνθετα, πτερωτά, περιττόληκτα, με 4-8 ζεύγη φυλλαρίων. Τα φυλλάριά του είναι επιμήκη, μήκους 1-6 εκατοστών, πριονωτά ή έγγλυπτα. Έχει κλαδίσκους καστανούς, τριχωτούς, που όταν σπάσουν εκκρίνουν γαλακτώδη χυμό.

Ο καρπός του είναι σχεδόν σφαιρικός, με διάμετρο 4 με 6 χιλιοστά. Το χρώμα του καρπού, κατά την ωρίμανση, είναι κοκκινοκάστανο. Οι εδώδιμοι καρποί ωριμάζουν σταδιακά από τα μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου. Χρησιμοποιούνται στην αλλαντοποιία, αλλά και ως αρτύματα. Τα δε φύλλα του χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία (επεξεργασία δερμάτων). Η σταδιακή ωρίμανση των καρπών παρέχει τροφή στην άγρια πανίδα, ιδιαίτερα στα πουλιά, για μεγάλη χρονική περίοδο του έτους.

Το Ρούδι, με την εξαιρετικά πλούσια ανθοφορία και καρποφορία του, σε συνδυασμό με την ικανότητά του να ευδοκιμεί σε όλους τους τύπους εδαφών, δίκαια θεωρείται ως ένα από τα ιδανικότερα φυτά, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν καλλωπιστικό σε κήπους και πάρκα, τα οποία βρίσκονται σε υψόμετρο από 600 έως 1600 μέτρα. Η αλλαγή του χρώματος του φυλλώματος σε ποικίλες αποχρώσεις, κατά την χειμερινή περίοδο, του δίδει την δυνατότητα να αποκτά ένα ωραίο, εντυπωσιακό και συνάμα διακοσμητικό χρώμα.

Πολλαπλασιάζεται με σπόρο ή με ριζοβλαστήματα. Συνήθως ο σπόρος φυτρώνει τον δεύτερο χρόνο. Η φυτρωτικότητα των σπόρων είναι χαμηλή, γι’ αυτό καλύτερα η προσπάθεια εγκατάστασής τους σε κήπους και πάρκα, να επιχειρείται κατά τον μήνα Νοέμβριο. Επίσης, καλό είναι να τοποθετούνται περισσότεροι από δύο σπόροι σε κάθε θέση. Αν ο πολλαπλασιασμός επιχειρηθεί να πραγματοποιηθεί με ριζοβλαστήματα, αυτό πρέπει να γίνει στην αρχή της Χειμερινής περιόδου, όπου οι συνθήκες είναι οι πλέον κατάλληλες.

Γενικά, είναι ανθεκτικότατο φυτό, καθώς και μη απαιτητικό σε μεγάλες ποσότητες θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος. Σημαντική η στήριξη που παρέχει στην πανίδα, καθώς και η συμβολή του στη διατήρηση της φυσιογνωμίας και του χαρακτήρα του κυπριακού τοπίου. Είναι αναμφίβολα ένα κοινό φυτό των ορεινών περιοχών. Καθίσταται λοιπόν αναγκαία η προστασία του, αλλά και όλων γενικά των υπαρχόντων. Τέλος, είναι αναγκαία και η φύτευση νέων φυτών, που θα προσφέρουν στον τόπο μας επιπλέον φυσική ομορφιά.