Αν και είμαι ενάντια στην έκφραση τι αριθμό έκανες στο κυνήγι, εντούτοις δεν παύει να αποτελεί τον διακαή πόθο όλων των κυνηγών. Φυσικά αρκετές φορές, όταν έκανα τον περιβόητο αριθμό, η χαρά ήταν μεγάλη, αλλά περιστασιακή και προσωρινή. Προτιμώ να κινούμαι στην μετριότητα και στην σταθερότητα, παρά από το Ναδίρ στο Ζενίθ.

Πολλές φορές, όταν εξορμούσαμε με τον φίλο και συνάδελφο Κώστα για τσίκλες, ξέραμε από την αρχή ότι το κυνήγι μας θα ήταν ομαδικό. Κυνηγάμε πάντοτε μια βούρκα, γιατί αυτό μας κάνει να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας. Η προσπάθεια είναι πάντοτε κοινή και ομαδική, όπως και το αποτέλεσμα. Ενώ λοιπόν τα πουλιά ήταν περιορισμένα στο νησί μας, σε κάθε μας εξόρμηση ο αριθμός τσίκλων που χτυπούσαμε ήταν πάντοτε διψήφιος, ενώ όταν έμπαιναν πουλιά, ο αριθμός γινόταν πολλές φορές και τριψήφιος. Φυσικά για εμάς ήταν κάτι το σύνηθες και δεν μας έκανε εντύπωση. Όταν όμως το μοιραζόμασταν με άλλα άτομα, πάντοτε υπήρχε το στοιχείο της αμφισβήτησης και της αμφιβολίας: «Καλά πως γίνεται εμείς να χτυπήσαμε από 3 - 4 πουλιά ο καθένας όλη μέρα κι εσείς να πήρατε 40»; Το ίδιο συνέβαινε όταν υπήρχαν πουλιά και κάποιοι φίλοι χτυπούσαν 10 - 12 πουλιά κι εμείς 60 - 70.

Η απάντηση είναι απλή. Καταρχήν δεν πηγαίναμε κυνήγι, χωρίς να μαζέψουμε πληροφορίες ή να κάνουμε από πριν μια καλή αναγνώριση. Έτσι λοιπόν, το Σάββατο ή την Τρίτη, είτε μαζεύαμε πληροφορίες είτε πηγαίναμε να κάνουμε μια επί τόπου αναγνώριση στον τόπο, όπου θα κυνηγούσαμε. Επειδή ήμασταν δύο άτομα, συνήθως ελέγχαμε δύο διαφορετικούς τόπους. Σκοπός μας ήταν να βρούμε ένα καλό ξέφωτο κι ένα καλό τσίταστρο. Ξέραμε ότι τα περισσότερα πουλιά θα τα χτυπούσαμε μέσα σε 1 - 2 ώρες, από τις 8 - 10 ώρες που θα κυνηγούσαμε. Με την πάροδο του χρόνου και μέσω των παρατηρήσεων είχαμε εντοπίσει κάποιους αξιόλογους τόπους, όπου μας έδιναν την ευκαιρία να χτυπήσουμε κάποια πουλιά.

Έτσι λοιπόν, από την προηγούμενη μέρα έβγαινε το πλάνο. Γνωρίζαμε αρχικά σε ποιο ξέφωτο θα πάμε να σταθούμε το χάραμα. Έπειτα θα πηγαίναμε για καρτέρι σε τόπο, όπου τα πουλιά πηγαίνουνε να φάνε. Σε περίπτωση μεγάλης ζέστης, ξέραμε ότι τα πουλιά θα ήταν μέσα σε αρκάτζια και περιβόλια. Ξέραμε πώς να μεταβούμε σε ήσυχες περιοχές και να καρπωθούμε μερικά πουλιά και τέλος γνωρίζαμε σε ποιο τσίταστρο να πάμε.

Αρχίζοντας λοιπόν από το πρωί, στόχος μας ήταν να χτυπήσουμε στο ξέφωτο περισσότερα από πέντε πουλιά . Όταν καρπωνόμασταν πέραν των δέκα πουλιών το πρώτο μισάωρο, γνωρίζαμε ότι η κάρπωση της ημέρας θα ήταν αρκετά μεγάλη. Το ξέφωτο τελειώνει μέσα σε μισή ώρα με σαράντα πέντε λεπτά. Εκεί πρέπει να είσαι αρκετά προσεκτικός, για το πού θα σταθείς, πού θα πυροβολείς και πώς θα βρεις τα πουλιά που χτύπησες. Ένας νεαρός και άπειρος κυνηγός θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα να χτυπήσει κι ακόμη περισσότερο να βρει τα χτυπημένα πουλιά. Έτσι λοιπόν, ο αριθμός δέκα, αποτελεί μεγάλο άθλο.

Ξέφωτα υπάρχουν χιλιάδες σε ολόκληρη την Κύπρο, αλλά πρέπει ο κυνηγός να θυσιάσει αρκετές εξορμήσεις κι αναγνωρίσεις, για να πετύχει τον ιδανικό τόπο, όπου θα μπορεί να πυροβολεί και να εντοπίζει τα πουλιά του. Όσοι δεν έχουν πρόβλημα με τα αυτιά τους (οι περισσότεροι κυνηγοί έχουν), εκμεταλλεύονται και το πλεονέκτημα του ήχου το πρωί, για να εντοπίσουν τα πουλιά. Αναλυτικότερα, για το κυνήγι στο ξέφωτο, θα τα πούμε σε μεταγενέστερο άρθρο.

Τις περισσότερες φορές, μετά το μάζεμα των τσίκλων, εγκαταλείπουμε την περιοχή, καθώς τα πουλιά που έφυγαν από κοντά μας δεν θα επιστρέψουν, ούτε θα περάσουν άλλα. Μετακινούμαστε λοιπόν στην συνέχεια σε περιοχές, όπου τα πουλιά πάνε για να φάνε ή να πιούν νερό. Τέτοιοι τόποι είναι ελαιώνες και αρκάτζια με σχοινιές . Ξέρουμε ότι θα κυνηγήσουμε εκεί μέχρι τις δέκα, όπου υπάρχει και περισσότερη κινητικότητα. Αν, στην περιοχή που είμαστε, η κίνηση δεν είναι ικανοποιητική, μετακινούμαστε σε παραπλήσιες περιοχές. Ντουφεκιές από άλλους κυνηγούς πολλές φορές, μας οδηγούν σε σημεία όπου υπάρχουν πουλιά. Δεν ενοχλούμε τον κόσμο που κυνηγάει, αλλά επιλέγουμε κι εμείς να βρούμε ένα καλό πόστο στην περίμετρο, για να καρπωθούμε πουλιά που κινούνται. Στόχος είναι να χτυπήσουμε ακόμη 4 - 5 πουλιά, μέχρι τις 10. Στην συνέχεια οι περισσότεροι κυνηγοί φεύγουν και τα περισσότερα πουλιά έχουν καθίσει σε κάποια περιοχή. Τότε ξεκινάμε το περπατητό κυνήγι. Με μεθοδικότητα και καλή συνεργασία, προσπαθεί ο ένας να στείλει τα πουλιά στον άλλο. Χρειάζεται αρκετή εμπειρία στον τρόπο που θα σηκώσεις τα πουλιά, να τα στείλεις στον σύντροφό σου. Στόχος είναι να χτυπήσουμε επιπλέον 5 - 10 πουλιά. Κοντά στο μεσημέρι, αφού κάνουμε το διάλειμμά μας, κατευθυνόμαστε στο τσίταστρο. Εκεί έχουμε σαν στόχο να χτυπήσουμε ακόμη 5 - 10 πουλιά.

Έτσι, εάν καταφέρουμε να βρούμε ένα καλό ξέφωτο κι ένα καλό τσίταστρο, μέσα σε 2 - 3 ώρες κυνήγι καρπωνόμαστε κοντά στα 20 πουλιά. Επιπλέον, σε μία μέτρια κυνηγετική μέρα, θα χτυπήσουμε ακόμη 10 - 15 πουλιά από το στάμα και από το περπάτημα. Στο τέλος της ημέρας ο αριθμός είναι κοντά στα 30 - 40 πουλιά. Αν η περιοχή όπου πάμε έχει τσίκλες, μπορεί το ξέφωτο και το τσίταστρο να μας δώσουν περισσότερα από 30 - 40 πουλιά.

Τώρα, σε περίπτωση που μεταβούμε σε μία περιοχή από το πρωί, χωρίς να ξέρουμε αν έχει πέρασμα στο χάραμα, αν δεν έχουμε ούτε ένα καλό τσίταστρο υπόψη μας κι αν πάμε μόνο με το στάμα σε μια μέτρια περιοχή, θα κυμανθούμε μεταξύ των 5 - 10 πουλιών, σ’ ένα ολοήμερο κυνήγι.

Άρα, αγαπητοί φίλοι, όσοι επιθυμείτε να καρπώνεστε μερικά πουλιά παραπάνω, πρέπει να θυσιάσετε ορισμένες ώρες κι εξορμήσεις, ώστε να βρείτε ένα καλό ξέφωτο κι ένα καλό τσίταστρο. Αυτά θα σας δώσουν τον αριθμό.