Αυτό είχα διαβάσει μια μέρα, σ’ ένα βιβλίο που μας πέταξαν στη μούρη, πολλά χρόνια πριν. Λίγο μετά την εισβολή ήταν θυμάμαι ...

Πασχίζοντας να μας μάθουν Αρχαία Ελληνικά, οι ταλαίπωροί μας δάσκαλοι έδιναν την ψυχή τους, αντέχοντας δεινά απίστευτα, τον τότε καιρό, από εμάς.

Εγώ αγρίμι απ’ τα γεννοφάσκια μου, κοίταγα το παράθυρο και τον ουρανό. Οι σκέψεις μου έτρεχαν αλλού. Σε λίγο θα βάραγε το κουδούνι της Παρασκευής και θα ελευθερωνόμουν πια απ’ τη σάκα, το γκρι παντελόνι και το άσπρο πουκάμισο, στοιχεία τα οποία μαρτυρούσαν τη μαθητική μας ιδιότητα.

«Πες μας Παυλίδη που χάσκεις, τι σημαίνει αυτό το ρητό;», ακούστηκε η φωνή του δασκάλου, επιβλητική όπως πάντα. «Να μην περνάμε το κότα!!», απάντησα. Το σοβαρό ύφος του δασκάλου έσπασε κι ένα χαμόγελο ξεφύτρωσε στη θέση του. Ήξερα ότι ήταν κυνηγός κι η ερχόμενη Κυριακή θα ήταν γιορτή, αφού θα άρχιζε το κυνήγι του ενδημικού θηράματός μας, του λαγού και της πέρδικας! Μαζί μ’ αυτά, η φραγκολίνα, η φάσα και για κάποιους το ορτύκι και η τσίχλα, ήταν συμπληρωματικά στο μενού.

Με κοίταξε ξανά λοιπόν κι αφού η απάντησή μου κάλυψε, με έξυπνο τρόπο, την ερώτησή του, μου χαρίστηκε και γύρισε τα μάτια του σε άλλο συμμαθητή μου.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και το κουδούνι σήμανε τη λήξη της μέρας, το οποίο λύτρωσε εμάς, αλλά μάλλον και τους δασκάλους, που ξεφούσκωσαν με ανακούφιση τα πνευμόνια τους. Οι φωνές των μαθητών, ακούγονταν σ’ όλο το σχολείο κι ένας χαμός των δέκα - δεκαπέντε λεπτών επικράτησε, μέχρι να αδειάσει η αυλή κι οι τάξεις όλες. Μετά σιγή κι ένας ή δυο δάσκαλοι βγήκαν τελευταίοι απ’ την κεντρική είσοδο, κλειδώνοντας την σιδερένια πόρτα.

Μέρες περιμέναμε αυτό το διήμερο κι οι προετοιμασίες ήταν τελετουργικές, απ’ όλους σχεδόν. Υπήρχε μια υπέροχη αύρα και μια διάθεση, όπου ήταν μεταδοτική και μοναδική! Ακόμη κι οι γυναίκες, παρά την αποχή τους απ’ αυτή την διαδικασία, συμμετείχαν με την ευχή ή και τη μουρμούρα τους, αλλά πάντα στο τέλος έκαναν τα πρέποντα τελικά. Λουκάνικα ξεκρεμόντουσαν, αυγά έβραζαν, ελιές, χόρτα, λίγο κρασί και πολλά άλλα έβγαιναν απ’ τα συρτάρια, γι’ αυτή την ξεχωριστή μέρα. Ναι ήταν μέρες γιορτής, αφού ξέφευγε το μυαλό μας για λίγο απ’ την καθημερινότητα, που ήταν τόσο σκληρή τα χρόνια εκείνα … Οι συναντήσεις και τα πειράγματα στον καφενέ, μεταξύ των κυνηγών, έδιναν κι έπαιρναν, με πολύ χιούμορ φανφάρες κι υπερβολικές απόψεις για το σκυλί, το φυσίγγιο και την ικανότητα του κάθε θαμώνα. Άμα όμως καθένας έμενε μόνος με την παρέα του, οι φωνές σταματούσαν κι άρχιζαν τα σενάρια και τα πλάνα χαμηλόφωνα, λες κι ήταν κρατικά μυστικά.

Εγώ μικρός καθόμουνα, κοιτούσα κι άκουγα την κάθε ιστορία με τόση προσοχή, σχηματίζοντας δικές μου εικόνες και φανταστικές στιγμές. Υπέροχες εποχές, με τα θετικά και τα αρνητικά τους. Κλασική φιγούρα στην ιστορία αυτή ο πατέρας μου, που ήταν όχι μόνο ο μέντοράς μου, αλλά και ο καταλύτης των δικών μου τότε επιθυμιών κι ορέξεων. Ενώ ονειρευόμουν γεμάτα από θηράματα γιλέκα κι επιτυχίες με μεγάλους αριθμούς, ερχόταν πάντα να μετριάσει το πάθος μου, είτε με λόγια είτε με πράξεις. Αυτό το κείμενο στρέφεται γύρω από παλιές αρχές, συνήθειες και μέτρα, όπου η ζυγαριά δεν βάρυνε με αριθμούς, αλλά με σωστές πράξεις κι εξηγήσεις.

Σημαντικό, κάθε φορά, σημείο αναφοράς, ήταν η έκδοση του χάρτη με τις περιοχές όπου θα μπορούσαμε να εξορμήσουμε. Ο αναβρασμός, τόσο για τις νέες περιοχές όσο και για άλλες που έκλειναν, ήταν μεγάλος, αναζωπυρώνοντας τις συζητήσεις είτε με χαρά είτε με διαμαρτυρίες. Όμως το πρωινό της Κυριακής θα έφερνε, όπως πάντα, την ηρεμία, αφού ό,τι κι αν έλεγαν ή έκαναν όλοι, διαγραφόταν την στιγμή που έβαζαν τα πρώτα φυσίγγια στο όπλο τους, το χάραμα της πρώτης Κυριακής.

Πολλοί μάλιστα δεν κοιμόντουσαν καθόλου απ’ τη διέγερση και την ένταση και, παρά την αϋπνία, άντεχαν μέχρι τέλους. Όμως με την δύση του ηλίου, όλοι εξαντλημένοι επέστρεφαν πίσω στο σπίτι και σύμφωνα με το αποτέλεσμα της μέρας, είχαν και τα ανάλογα συναισθήματα.

Κοιτώντας τον χάρτη ο πατέρας μου ο Περικλής, που μας άφησε πέρυσι τέτοιο καιρό, σταμάτησε σ’ ένα σημείο. Κοίταξε με μάτια που έλαμπαν τον θείο μου Χρυσόστομο και του έδειξε το συγκεκριμένο σημείο. Είχε εντοπίσει μια τοποθεσία, η οποία είχε ξεχωριστή σημασία γι’ αυτόν. Έδειχνε το χωριό Άρσος και το γεφύρι που βρισκόταν νοτιότερά του. «Άνοιξε το γεφύρι», ξεστόμισε, «μετά από επτά χρόνια» ... Κοιτάχτηκαν με τον θείο. Η απόφαση για το πού θα πήγαιναν την πρώτη Κυριακή, είχε ήδη παρθεί.

Χαράματα της Κυριακής το αμάξι σταμάτησε σ’ ένα σημείο στο βουνό. Περπατώντας κατηφορικά φτάσαμε σ’ ένα άλλο σημείο, το οποίο επέλεξε, σαν κατάλληλο, ο γηραιότερος (ο πατέρας). Άρχισε σιγά - σιγά να χαράζει. Αυτό που είδαν τα μάτια μου δεν θα το δω ξανά. Άρχισαν να περνάνε αδιάκοπα πέρδικες. Μέσα σε μισή ώρα είχε στο έδαφος δέκα πέρδικες νεκρές. Εγώ έτρεχα σαν τρελός να μαζεύω πουλιά. Αφού τα μέτρησα, είδα ότι είχαμε κλείσει το επιτρεπτό κότα (όριο). Ένιωθα την αδρεναλίνη και τον θαυμασμό για τους δυο κυνηγούς να ξεχειλίζει και το μόνο που ήθελα, ήταν όταν μεγαλώσω να τους μοιάσω. Τίποτα άλλο, ούτε σχολείο, ούτε σπουδές, ούτε λεφτά, ούτε πλούτη, μπορούσε να νικήσει αυτή την παιδική χαρά, αυτή την παιδική απόφαση. Αυτό που με έκανε να μουτρώσω ήταν η απόφαση να σταματήσουν και να ανοίξουν τα όπλα, αδειάζοντάς τα. Η ικανοποίηση του αριθμού κι η θέα των περδικιών, με έκανε να σιωπήσω και να μπω στο αμάξι, για επιστροφή, χωρίς πολλές διαμαρτυρίες. Όμως, αντί για το σπίτι, το αμάξι στράφηκε προς μια άλλη περιοχή, το Μούσερ, μια κατεξοχήν τοποθεσία γεμάτη με φάσες. Αν και υπήρχαν και πέρδικες και λαγοί, εντούτοις είχε γίνει γνωστή για τα μεγάλα περάσματα της φάσας, που προσέφεραν στους λάτρεις του είδους, ανεπανάληπτες στιγμές. Είχα ακούσει για μεγάλους αριθμούς και μεγάλες επιτυχίες, αλλά αυτή τη φορά θα το ζούσα στ’ αλήθεια. Ο πατέρας μου επέλεξε δυο πόστα γνωστά και σε λίγο οι θέσεις επανδρώθηκαν. Όταν άρχισαν να περνάνε οι φάσες, τότε άρχισε μια συνεχόμενη ροή, που κράτησε μέχρι το απόγευμα. Είχα μετρήσει πάνω από τριάντα φάσες που έπεσαν στον περίγυρό μας κι άλλες τόσες, πιο μακριά. Είχε γεμίσει η περιοχή με κυνηγούς που δεν έκαναν παύση ούτε για να φάνε, αφού οι φάσες περνούσαν ασταμάτητα. Κανείς δεν πεινούσε και κανείς δεν παραπονέθηκε για κάποιο πουλί, που έφυγε αχτύπητο. Όλοι περίμεναν απλά το επόμενο. Σαν γύφτικο σκεπάρνι περπάτησα προς το αυτοκίνητο αργά το απόγευμα, φορτωμένος μ’ ένα κοπάδι φάσες, οι οποίες δεν θα πετούσαν ποτέ ξανά.

Θα σταθώ σ’ ένα κωμικοτραγικό γεγονός. Κρατούσα, μαζί με τις σκοτωμένες, μια ολοζώντανη φάσα στα χέρια, η οποία χτυπήθηκε στην φτερούγα. Την λυπόμουνα, που δεν θα μπορούσε πια να πετάξει. Ήθελα να την πάρω ζωντανή στο σπίτι και να της βάλω λίγο καφέ στην πληγή, για να κλείσει. Μ’ αυτό τον τρόπο είχα ακούσει πως περιποιούνταν τις πληγές. Είχα την πεποίθηση πως αυτή η φροντίδα, θα έσωζε τη φάσα από βέβαιο θάνατο, αν έπεφτε στα χέρια των άλλων. Αμφίρροπες παιδικές σκέψεις, που μπερδεμένες αναζητούσαν το ιδανικό, μέσα από βιώματα κι εμπειρίες άλλων.

Μ’ αυτές τις εικόνες και δεδομένα, ζούσα σε μια εποχή χωρίς επιστροφή, αλλά με ασύμμετρη αντίληψη των πραγμάτων. Δεν μπορούσε κανείς να δει κάτι απλό και λογικό: η υπερβολική ή η αλόγιστη σπατάλη κι η κακή διαχείριση της πανίδας, θα είχε ως αποτέλεσμα, με μαθηματική ακρίβεια, την μείωση των αποθεμάτων. Είναι αλήθεια πως ανώριμα πιστέψαμε, κοιτώντας τα αποθέματα απ’ τα θηράματα, ότι είναι ανεξάντλητα και συνεχίσαμε για χρόνια να κτυπάμε πολλά απ’ αυτά.

Αντί να διαχειριστούμε αυτό το προνόμιο, ασελγήσαμε και ζητούσαμε περισσότερα. Αντί να προστατέψουμε την άγρια ζωή, ζητούσαμε εκτροφεία. Αντί να αποκτήσουμε οικολογική συνείδηση γυρνούσαμε τα βουνά, να βρούμε πού κατέληξαν τα τελευταία θηράματα. Αντί να αναζητάμε το ιδανικό σκυλί, αγοράζαμε δέκα διαφορετικά σκυλιά, για να φτιάξουμε τον ένα. Έβλεπα ένα κυνηγό να έχει μπροστά του δυο σκυλιά, αναζητώντας τον λαγό και μ’ άρεσε η εικόνα. Τώρα βλέπω δέκα κυνηγούς, με δεκαπέντε σκυλιά, να ψάχνουν ξανά και ξανά μια περιοχή που δεινοπαθεί και λυπάμαι. Αυτό όμως δεν αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα. Το βασικό πρόβλημα είναι το ότι έχουν κι οπαδούς και μιμητές, που νομίζουν ότι το κυνήγι του λαγού και της πέρδικας μπορεί να διεξαχθεί μόνο μ’ αυτό τον τρόπο.

Ακόμη, η συμπεριφορά των μεγάλων παρεών, γίνεται κτητική. Περπατάς για πέρδικα κι αν βρεθείς στο διάβα τους, σε απειλούν και σε σνομπάρουν. Κατάντια το λένε αυτό, φίλοι μου. Να μετράμε το σκυλί με ευρώ και την εξόρμηση με αριθμό, αντί με ποιότητα. Αν το ζητούμενο δεν είναι η σωστή έρευνα κι η αποκάλυψη του θηράματος, με ανθρώπινη σκέψη και γνώση, αλλά μέσω των πολλών σκυλιών, τότε μην περηφανεύεστε ότι ξέρετε από λαγό. Απλά κοιτάτε τα μονοπάτια, χωρίς γνώσεις ιδιαίτερες και περιμένετε να σας γελάσει η τύχη και κάποιος λαγός να βρεθεί στο μονοπάτι σας.

Δεν ήταν έτσι λίγα χρόνια πριν. Είχε πολλά θηράματα, γιατί ξέραμε πού να σταματήσουμε, πού να βάλουμε φρένο. Η διαχείριση των παλαιοτέρων, λόγω άγνοιας, ίσως ήταν λανθασμένη. Σήμερα όμως, δεν δικαιολογούμαστε να συμπεριφερόμαστε τοιουτοτρόπως. Η νέα γενιά παρακολουθεί και γίνεται μάρτυρας μιας κατάστασης, για την οποία δεν ευθύνεται. Θα κυνηγήσουν κάποια στιγμή, χρησιμοποιώντας λάθους τρόπους, εξαλείφοντας τα τελευταία αποθέματα με τετράτροχες και νυκτερινές εξορμήσεις. Αυτή είναι δυστυχώς μια τραγική αλήθεια, που μας οδηγεί στον αποδεκατισμό της θηρευτικής αγωγής, με μαθηματική ακρίβεια. Μας οδηγεί στην τελική ευθεία, όπου θα αναγκαστεί ο νομοθέτης να μας στερήσει το δικαίωμα να ασκήσουμε την δραστηριότητα που τόσο αγαπάμε, αλλά και η φύση θα μας στερήσει το δικαίωμα να ακούσουμε την φραγκολίνα να μας καλεί στο πρώτο φως του ήλιου.

Σαράντα χρόνια πέρασαν από τότε. Κοιτώντας το γιο μου να κρατά μια πληγωμένη φάσα στα χέρια και να λέει τα ίδια λόγια, χαμογέλασα! Σαράντα χρόνια, γεμάτα με ενεργητική παρουσία και διάθεση, χάραξα σ’ αυτή την δραστηριότητα, που μάλλον θα υπηρετώ, ώσπου αντέχουν τα πόδια κι η ψυχή μου. Κάπου εδώ, κλείνοντας μισό αιώνα ζωής, κοίταξα πίσω μου. Πρέπει να παραδεχτώ όμως πως κάποια πράγματα, όσο κι αν θέλω να πιστεύω ότι έμοιαζαν σωστά τότε, σήμερα αντιλαμβάνομαι πως δεν ήταν. Επιβάλλεται να είμαστε αντικειμενικοί, διαχωρίζοντας αυτό που μας αρέσει, απ’ αυτό που πρέπει να κάνουμε. Η φύση δεν μας ανήκει. Εμείς ανήκουμε σ’ αυτή!! Όσο κι αν προσπαθούμε ν’ αρνηθούμε το αληθινό και θείο έργο, στο τέλος πάντα σκύβουμε το πρόσωπο και σκεφτόμαστε τι θα γινόταν, αν είχαμε μια δεύτερη ευκαιρία. Θα ήμασταν άραγε σωστότεροι απέναντι στη φύση;

Ποιος όμως θα έκανε το πρώτο βήμα; Κανείς ή ελάχιστοι; Ποιοι πραγματικά είναι οι σωστοί και ποιοι οι λανθασμένοι; Η απάντηση είναι μία και πιστέψτε με, είναι τόσο ξεκάθαρη, αλλά μας κλονίζει η αντιμετώπισή της. Σωστός είναι αυτός που κάνει το σωστό, όταν δεν τον βλέπει κανείς!!! Αυτή είναι η απάντηση που έδωσα στον εαυτό μου κι αυτήν πασχίζω να περάσω σαν αρχή στα παιδιά μου και στην παρέα μου. Αυτή την απάντηση μου την έδωσε η φύση κι όχι ο άνθρωπος, όταν βρέθηκα μπροστά στο δικαίωμα ν’ ασελγήσω σε κάποιο θήραμα και βρήκα τη δύναμη να αντισταθώ. Όχι γιατί ήμουν ωριμότερος, αλλά επειδή είχα δύο νέους κυνηγούς μαζί μου, οι οποίοι ήταν μάρτυρες του τρόπου διεξαγωγής του κυνηγίου. Ήταν δική μου ευθύνη πια, να διδάξω την κυνηγετική παιδεία!

Βλέπω την κατηφόρα στην αποθεματική μείωση των θηραμάτων. Βλέπω την απερισκεψία και το στερητικό σύνδρομο που κουβάλησαν, όλοι όσοι ακόμη αναζητούν την ποσότητα. Βλέπω την δική μου διαδρομή και λάθη και ξέρω πια πολύ καλά, πότε ξεκίνησα ν’ αναζητώ γεμάτα με θηράματα γιλέκα και πότε αντιλήφθηκα τη ζημιά που επέφερε η επιθυμία μου αυτή. Χάσαμε λίγο την ταυτότητά μας κύριοι, λόγω της ανωριμότητας ν’ αντιληφθούμε πως η μεγαλύτερη απειλή στην τόσο υπέροχη δραστηριότητα που αγαπάμε, ίσως να είμαστε εμείς οι ίδιοι!

Σαν Έλληνες δώσαμε στον κόσμο την παιδεία και τελικά την χάσαμε εμείς οι ίδιοι στη διαδρομή ... Ξέρω ότι δεν μπορώ ν’ αλλάξω πολλά. Ξέρω πως δεν θα διαβάσουν πολλοί το άρθρο μέχρι το τέλος. Για σας που αντέξατε μέχρι εδώ, ευχαριστώ που με τιμήσατε. Κι εύχομαι να είστε απ’ τους κυνηγούς που, έστω και το χάραμα στο βουνό, σας κάνει ευτυχισμένους! Καλή συνέχεια και καλό αύριο σας εύχομαι!

Γιώργος Παυλίδης