Του Μάριου Στυλιανού

Καθισμένος στο ξύλινο τραπέζι της αυλής, είχα αρχίσει να βαριέμαι ως συνήθως. Καλοκαίρι, μήνας Αύγουστος και η ζέστη παρόλο που η ώρα είχε φτάσει 5 δεν έλεγε να πέσει. Έκανα μια βόλτα στη αυλή. Είχα ακόμη τρεις ώρες μέχρι να πάω στο φίλο μου τον Αντώνη που επανειλημμένως με είχε καλέσει για οινοποσία και κυνηγετικούς μεζέδες. Τι θα έκανα αυτές τις ώρες δεν ήξερα! Χωρίς να το καταλάβω είχα φτάσει μπροστά από το κλουβί των σκυλιών μου.

Μόλις με εντόπισαν, άρχισαν να χοροπηδούν και να γαβγίζουν, ζητώντας επίμονα να κάνουν την καθημερινή τους βόλτα. Είχαμε μπει ήδη στην προετοιμασία για το επερχόμενο κυνήγι κι έπρεπε να αποκτήσουν φυσική κατάσταση. Δε βαριέσαι, σκέφτηκα. Εξάλλου, δεν είχα ώρα, σε τρεις ώρες θα έπρεπε να ήμουν στον Αντώνη. Από την άλλη, η ιδέα να βγω στη Φύση και να δω τα κυνηγόσκυλά μου, με ενθουσίαζε. Κοιτούσα διστακτικά τα σκυλιά και σχεδόν ειρωνικά, αφού κορόιδευα τη θέλησή τους, ξέροντας ότι ήμουν ο απόλυτος άρχοντας και ρυθμιστής της ζωής τους.

Μόλις έπεσαν τα μάτια μου στην αγαπημένη μου σκυλίτσα, τη Ρίτα μαλάκωσα. Δεν έδινα τόση σημασία στα υπόλοιπα σκυλιά και πολλές φορές δεν τα είχα σε ιδιαίτερη εκτίμηση. Το Ριτάκι όμως ήταν το κάτι άλλο. Της είχα ιδιαίτερη αδυναμία και σαν «γυναίκα» που ήταν, εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία μου και με κοίταξε με αυτά τα γλυκά μελίσσια μάτια. Μαζί της μοιράστηκα αμέτρητες κυνηγετικές εμπειρίες και δε σταματούσε ποτέ να με εκπλήσσει. Χαρακτηριστική ήταν μια απογευματινή εξόρμηση που με το φίλο μου τον Κώστα και τον πατέρα του εξορμήσαμε στα βουνά της περιοχής της Κορώνης. Αφού κατακουρασμένοι πήραμε το δρόμο της επιστροφής, μη βρίσκοντας κάτι να τουφεκίσουμε, βάλαμε τα όπλα στον ώμο και κοντέψαμε στο αυτοκίνητο. Η Ρίτα φρόντισε όμως να μας εκπλήξει για μια ακόμη μια φορά. Αφού φέρμαρε σε μια μυρσινιά, έμεινε ακίνητη δείχνοντας τον πυκνό θάμνο. Παρά την εντολή μου δεν μπήκε μέσα. Τότε παρακίνησα τον άλλο μου σκύλο και ρίχνοντας του πέτρα μπήκε μέσα. Αμέσως ο λαγός ξεπετάχτηκε και με ιλιγγιώδη ταχύτητα πήρε την ανηφόρα περνώντας μπροστά από τη Ρίτα που παραδόξως έμεινε ακίνητη. Σημάδεψα με ψυχραιμία και ο λαγός ήταν στο έδαφος, αποχαιρετώντας τα εγκόσμια. Τότε η Ρίτα, αγνοώντας το όλο σκηνικό, όρμησε στο θάμνο και βγήκε με ένα δεύτερο λαγό στο στόμα. Ίσως, ήταν η πιο ωραία κυνηγετική εμπειρία της ζωής μου.

Με τη Ρίτα δε μοιραζόμασταν μόνο απίθανες κυνηγετικές στιγμές, αλλά η «επικοινωνία» μας ήταν άψογη. Τα τέλεια εκφραστικά της μάτια μιλούσαν ως αναπλήρωση της ανικανότητας του ζωικού βασιλείου να παράξουν λόγο. Κι όμως αυτό το σκυλί έχοντας σε μένα τεράστια εμπιστοσύνη, αφού τη βοήθησα στην πρώτη γέννα, είχε το μαγικό τρόπο να μου λεει τι ήθελε μέσα απ’ αυτά τα εκφραστικά μάτια. Χαρακτηριστική η συμπεριφορά της όταν είχε αρρωστήσει, δείχνοντας με την ακεφιά της κάθε φορά που εισερχόμουν στο σπίτι με το αυτοκίνητο ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Αποφάσισα να την πάρω στον κτηνίατρο. Τότε ο γιατρός ανοίγοντας το στόμα της εντόπισε την αιτία της ακεφιάς της. Ένα κόκαλο είχε σφηνωθεί εδώ και μέρες στον ουρανίσκο του στόματός της και της προκάλεσε μόλυνση. Κράτησε το στόμα της ανοικτό σαν πειθήνιος ασθενής και μετά από την αφαίρεση του κόκαλου και την τοποθέτηση του αντιβιοτικού και το ιωδίου άρχισε να κούνα ναζιάρικα την ουρά της και να γλείφει με απέραντη ευγνωμοσύνη το χέρι του γιατρού. Τότε ο Γιώργος είπε: «Δική μου ευχαρίστηση κουκλίτσα μου. Άντε τελειώσαμε» και πηδώντας από τον ιατρικό πάγκο βρέθηκε στο πάτωμα και μετά όρθια στα πισινά της πόδια ευχαριστώντας με για την ανακούφιση που ένοιωθε. « Να την προσέχεις, είναι σπουδαίο σκυλί», είπε ο γιατρός.

Αυτά όλα ήρθαν στο μυαλό μου την ώρα που αντιμετώπιζα το δίλημμα αν θα βγάλω βόλτα τα σκυλιά ή αν θα σκότωνα την ώρα μέχρι να πάω στο τραπέζι. Κοιτώντας όμως τη Ρίτα και θέλοντας να γυμνάσω το Ριτάκι που είχε σχετικά παχύνει μετά τη στείρωσή της πήρα την απόφαση μου. « Θα πάω εδώ κοντά, στο Φράχτη» σκέφτηκα. Για τα άλλα σκυλιά δε σκέφτηκα καθόλου. Είχα τέσσερα σκυλιά. Τη Ρίτα, το Βέσκο, τη Λούση και τον Γιούρι. Πολλές φορές καθώς ήμουν στο βουνό και δυσανασχετώντας από την αδυναμία μου να συντηρήσω αξιοπρεπώς τα σκυλιά είχα εκφράσει ασυλλόγιστα τη σκέψη: «Ας πάθουν ό,τι να ναι τα υπόλοιπα σκυλιά. Να λιγοστέψει και η φροντίδα τους. Αν πεθάνουν δε θα με θλίψει και πολύ, φτάνει να μην πάθει τίποτα το Ριτάκι μου.

Φόρεσα λοιπόν την παραλλαγή μου και έφυγα σαν τρελός για το βουνό. Στη βιασύνη μου και νοιώθοντας ότι θα πάω σε ασφαλή περιοχή, ξέχασα να πάρω τα αντίδοτα για τα φίδια και τις φόλες. Κατέβασα τα σκυλιά και τα παρακινούσα τα σκυλιά να ψάξουν για το λαγό σε ένα γνωστό λημέρι του πονηρού αυτού ζώου. Η Ρίτα πιο έμπειρη και ανεξάρτητη έκανε ένα μεγάλο κύκλο, ακολούθησε τα βραδινά χνάρια του λαγού και θέλοντας να μην την ακολουθήσουν και να μη μοιραστεί τη χαρά του ξεπετάγματος, χάθηκε πίσω από μια πλαγιά. Άκουσα το γάβγισμά της καθώς κυνηγούσε το λαγό που μόλις ξεπέταξε. Μετά από πέντε λεπτάκια ήταν πίσω. Κάτι δε μου πήγαινε καλά.

Είχε αρχίσει να επιδεικνύει τα δόντια της, όχι σαν απειλή κάνοντας περίεργους μορφασμούς δείχνοντας ότι φοβάται. Το κορμί της άρχισε να τρέμει. Ένας κρύος ιδρώτας με είχε καταλάβει. Ήταν φόλα. Δηλητήριο ανήθικων ανθρώπων που η ζωή των ζώων δεν είχε καμιά σημασία γι αυτούς. Την πήρα αμέσως στην αγκαλιά μου. Έψαξα το τσαντάκι για τα αντίδοτα, αλλά μάταιος κόπος. Είχα προδοθεί από την υπερβολική δόση ασφάλειας. Σήκωσα το κινητό και σχημάτισα τον αριθμό του αδελφού μου κτυπώντας τα πλήκτρα από την έντασή μου. 99......... Σήκωσε το... μονολόγησα, σχεδόν βρίζοντας. Μόλις το απάντησε άρχισα να λεω με φωνή που έτρεμε«Στέλιο, βρες τα αντίδοτα και έρχομαι σπίτι σου. Η Ρίτα... η Ρίτα έχει φαει φόλα. Σε 5 λεπτά θα είμαι σπίτι σου».

Την έβαλα μπροστά στο κάθισμα και διέταξα με απίστευτα νεύρα τα υπόλοιπα σκυλιά να μπουν στο πορτ παγκάζ. Είχα θυμώσει που δεν είχαν καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης κι έμειναν αποσβολωμένα να με κοιτούν και να νοιώθουν το θυμό μου. Ξεκίνησα το αυτοκίνητο και σαν σίφουνας οδήγησα σαν τρελός βάζοντας σε κίνδυνο ακόμη και τη δική μου ασφάλεια. Ο Στέλιος ήταν έτοιμος με την ένεση στο χέρι. Έβαλε την πρώτη ατροπίνη και μετά τη δεύτερη και μετά την τρίτη. « Αν δεν κάνει εμετό στο αμέσως επόμενο λεπτό δεν τη γλιτώνει», είπε ο Στέλιος με φωνή που έμοιαζε με επικήδειο λόγο.

Το λεπτό έμοιαζε με αιωνιότητα. Αναπάντητα ερωτήματα γεμάτα παράπονο απευθύνθηκαν στο θεό καθώς λύγισα το κεφάλι μου μη μπορώντας να κοιτώ τη Ρίτα να μην ανταποκρίνεται. « Γιατί θεέ μου; Γιατί; Δε γινόταν να πάρεις οποιοδήποτε άλλο σκύλο κι έπρεπε να πάρεις αυτόν; Γιατί όταν σου ζητώ χάρες δε μου τις ικανοποιείς»; Βυθισμένος στις σκέψεις μου δεν κατάλαβα ότι το λεπτό είχε περάσει και ο Στέλιος με προσγείωσε ανώμαλα. «Πέθανε» μου είπε. Χάθηκε η γη κάτω από τα πόδια μου. Έστρεψα το βλέμμα μου μακριά για να μην ουρλιάξω. «Γιατί είσαι τόσο άδικος θεέ μου. Γιατί αυτήν»; Άρχιζα να ρίχνω την ευθύνη στους ασυνείδητους δηλητηριαστές σκυλιών και τους υπευθύνους που δεν κάνουν τίποτα γι αυτή τη μάστιγα των δηλητηριάσεων.

Η απάντηση ήταν σκληρή και προσγειωτική. Ο ένοχος ήμουν εγώ. Όχι μόνο γιατί αμέλησα να πάρω το τσαντάκι με τα αντίδοτα, αλλά γιατί ήμουν υβριστής και περιφρονητής της Ζωής. Της Ζωής των υπολοίπων σκυλιών μου που η Ζωή τους θεωρήθηκε κατώτερη από της Ρίτας. Η Θεία τιμωρία με προσγείωσε ανώμαλα. Ανασήκωσα το κεφάλι και ζήτησα συγνώμη. Συγνώμη που κατέταξα τη Ζωή σε κατηγορίες και τις διέκρινα σε κατηγορίες, ήσσονος και μείζονος αξίας.