Η ώρα πάει περασμένα μεσάνυχτα και εγώ ήδη έχω υποσχεθεί προ πολλού στον φίλο μου Άριστο ότι θα του ετοίμαζα ένα κυνηγετικό άρθρο προς δημοσίευση στο επερχόμενο τεύχος του περιοδικού “Hunt & Shoot”.


Παρόλες τις υπενθυμίσεις και λοιπές υποδείξεις προς συμμόρφωση εμού, λόγω επαγγελματικού φόρτου εργασίας και πολλών επιπλέον υποχρεώσεων, βρίσκομαι τώρα αντιμέτωπος με την υπαρξιακή μου «ασυνέπεια». Πρέπει μέσα στις επόμενες ελάχιστες ώρες να παραδώσω άρθρο, να βάλω τάξη στην αταξία που με διακατέχει, αν και είμαι ακόμα στην αρχή.


Και είμαι στην αρχή γιατί δε ξέρω ποιες κατάλληλες λέξεις ή εκφράσεις θα μπορούσαν αμόλυντα να καθορίσουν το κυνήγι της μπεκάτσας, ένα κυνήγι που για τους ρομαντικούς του είδους φτάνει στα όρια της ιεροτελεστίας, μιας μυστηριακής συνύπαρξης κυνηγού-σκύλου-τοπίου-πουλιού. (θηράματος)

Ενός θηράματος που για του λόγου του μυριάδες τόνοι μελανιού έχουν γραφτεί για να εξυμνήσουν το μεγαλείο της Βασίλισσας του Δάσους ή της Βελουδομάτας όπως η Αυτού Εξοχότητά της αποκαλείται.


Θα ήθελα εδώ να διευκρινίσω ότι ο έγγραφος λόγος μου είναι καθαρά η προσωπική μου προσέγγιση προς το εν λόγω θέμα του άρθρου αυτού και πως εμείς οι κυνηγοί της Νέας Γενιάς (40άρης + πλέον) μεγαλώσαμε και ωριμάσαμε κυνηγετικά με τις κινηματογραφικές παραγωγές ανθρώπων όπως ο Γιάννης Χριστογιάννης και πιο πρόσφατα ο Πέτρος Μουσούλης και ο Μανώλης Κατσίπης καθώς επίσης και με τον έντυπο λόγο της εκάστοτε εποχής. (Κυνηγεσία Κ’ Κυνοφιλία, Κυνηγός Και Φύση, Κυνήγι με Κυνηγόσκυλα).


Εκατοντάδες άρθρα και κινηματογραφικές λήψεις, εμπειρίες, απορίες και τεκμηριώσεις καθόρισαν διαχρονικά το κυνήγι της μπεκάτσας. Κατ’ εμένα όλα αυτά τα ντοκουμέντα καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα ανεξαρτήτως του τι κυνηγάμε: Η Ηθική και ο Σεβασμός απέναντι στο ίδιο το θήραμα που στο τέλος μας καθορίζει και σαν ανθρώπινες οντότητες ενταγμένες σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.


Μέσα από το πέρασμα των χρόνων και με την παρούσα κατάσταση του ενδημικού θηράματος (πέρδικα – λαγός) καθώς και της υφιστάμενης του ιδιοσυγκρασίας και συμπεριφοράς (μειωμένοι πληθυσμοί, τρομερή θηρευτική πίεση) πολλοί κυνηγοί έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στο κυνήγι της μπεκάτσας. Αν πάρουμε ως παράδειγμα την Ελλάδα θα διαπιστώσουμε ότι η ποσοστιαία πλειοψηφία του κυνηγετικού πληθυσμού στράφηκε στο κυνήγι του μυστηριώδους αυτού θηράματος συνδυαζόμενη συνάμα με τη ραγδαία ανάδειξη και εξέλιξη των Αγγλικών Φυλών Σκύλων Φέρμας που τις τελευταίες δύο δεκαετίες είχε αυτή τη στροφή, την αλλαγή της κυνηγετικής φιλοσοφίας πολλών κυνηγών και μύησής τους στο μοναδικό αυτό κυνήγι.


Λίγο η «τρέλα» του Αγγλικού Πόιντερ και άλλο τόσο η μοναδικά θεαματική προσέγγιση του Αγγλικού Σέττερ καθόρισαν μια νέα γενιά κυνηγών και στη δική μας Μεγαλόνησο. Μια νέα τάξη πραγμάτων αναγεννιέται μέσα από της στάχτες της κατάστασης του ενδημικού μας θηράματος και της ευρύτερης Κυνηγετικής κατάστασης στη Κύπρο. Και λέω στάχτες γιατί η ασυνειδησία όλων μας διαχρονικά βοήθησε ώστε όλοι ανεξαιρέτως να βάλουμε μικρές φωτιές μέχρι που κάψαμε το δάσος.


Όπως δήλωσα και πριν δε ξέρω κατά πόσο θα μπορούσα να είμαι απλά «ρομαντικός» και «συγκαταβατικός» ούτως ώστε να παρουσιάσω μια κατάσταση αρεστή σε όλους μας και να χαϊδέψω τα αυτιά των αναγνωστών. Εκ των προτέρων αυτός ήταν και ο κύριος προβληματισμός μου εάν θα έπρεπε να μπω στη διαδικασία μιας απλά πρόσχαρης αναφοράς για το εν λόγω θέμα και εν συνεχεία μιας «εικονικής πραγματικότητας» ή πρέπει να ξεγυμνωθεί η ουσιαστική αποσαφήνιση των πραγμάτων μπας και επιτέλους ξυπνήσουμε. Διότι όπως ανέφερα, λάθη κάναμε, κάνουμε και θα εξακολουθήσουμε να κάνουμε όλοι μας όμως η μεγαλύτερη «μαγκιά» είναι να καταφέρνουμε και να βελτιωνόμαστε μέσα απ’ αυτά.


Το κυνήγι της μπεκάτσας στη Κύπρο λοιπόν καθορίζεται αποκλειστικά από τις επικείμενες αποδημίες. Άλλοτε καλές, άλλοτε μέτριες και άλλοτε άσχημες. Ακόμα λοιπόν και σε αυτές τις άσχημες μπεκατσοχρονιές ο αυθεντικός, ρομαντικός μπεκατσοκυνηγός αναζητεί τη Βασίλισσα του δάσους με ιδιαίτερο ζήλο και πάθος, όχι αυτούσια για την ίδια τη κάρπωση όσο για εκείνη την ιδιαίτερη, μαγική στιγμή της συνάντησης. Εκείνη την ιδιαίτερη στιγμή λοιπόν, που ο χρόνος σταματά κι εσύ εύχεσαι να ‘σουν σκύλος να μπορούσες να τραβήξεις τη μυρουδιά της στα σωθικά σου όσο περισσότερο γίνεται. Και μετά αυτή η στιγμή γίνεται ανάμνηση, και η ανάμνηση μύθος και δώστου μετά το ψέμα πάει σύννεφο. (από κυνηγό κι από ψαρά δε μαθαίνεις την αλήθεια…)


Παρόλο που ο εξοπλισμός του μπεκατσοκυνηγού θεωρείται ιδιαίτερα προσεγμένος, λόγω της ιδιαιτερότητας των βιοτόπων που «κρατάνε» αυτό το μαγευτικό πουλί, θεωρώ ότι επισκιάζεται ολοκληρωτικά από τη παρουσία του πιο ουσιαστικού «εργαλείου» - του σκύλου φέρμας – του μοναδικού αυτού συντρόφου στο βουνό που μπορεί να αναδείξει και να εκθειάσει το μεγαλείο της μπεκάτσας όχι απλά αποτυπωμένο σαν ένα κινηματογραφικό στιγμιότυπο αλλά σαν τρόπο έκφρασης, φιλοσοφίας ακόμα και ευρύτερης ιδεολογικής συμπεριφοράς και αντίληψης γιατί θεωρώ ότι η Κυνηγετική μας έκφραση είναι προέκταση της ευρύτερης κοινωνικής μας υπόστασης.


Το ιδανικό μπεκατσόσκυλο λοιπόν μπορεί να προέρχεται από Ηπειρωτικές ή Αγγλικές Φυλές Δεικτών (Σκύλων φέρμας) και έγκειται στην αρέσκεια του καθενός η επιλογή της φυλής που τον εκφράζει σύμφωνα με το εργασιακό πρότυπο και τα χαρακτηριστικά που την καθορίζουν.


Σύμφωνα πάντοτε με το εργασιακό πρότυπο της εκάστοτε φυλής, οι Αγγλικές φυλές (Πόιντερ – Σέττερ) χαρακτηρίζονται από τον εντυπωσιακό και ευρύ τρόπο έρευνας, παίρνοντας μέτρα και καλύπτοντας περισσότερο κυνηγότοπο, ιδιαίτερα αποδοτικό στις περιπτώσεις που η πυκνότητα των θηραμάτων είναι λιγοστή εώς ανύπαρκτη. Συνήθως αυτού του είδους σκυλιά πιο εύκολα «γεννάνε» πουλιά και για να μην παρεξηγηθώ, αν και θιασώτης των Αγγλικών Φυλών Φέρμας που είμαι, εξηγώ:

Ένα Σπρίνγκερ Σπάνιελ που από τη φύση του κυνηγάει γύρω από την εμβέλεια του όπλου πολύ πιο δύσκολα θα βρει το μοναδικό ίσως πουλί που κρατάει ο τόπος εκτός και εάν εμείς το οδηγήσουμε σε αυτό…τυχαίο γεγονός.

Ένα σκυλί ανοικτής έρευνας τις πλείστες των περιπτώσεων θα μας οδηγήσει στο θήραμα και το αυθεντικό μπεκατσόσκυλο δεν είναι το σκυλί που έμαθε να ακολουθεί και να κάνει τον κομπάρσο αυτής της μοναδικής καθ’ όλα διαδικασίας.


Εξυπακούεται φυσικά και το γεγονός ότι ένα τέτοιο σκυλί χαρακτηρίζεται από όλα εκείνα τα φυσικά χαρίσματα που συμπληρώνουν το παζλ της κυνηγετικής του ολοκλήρωσης όπως πάθος, οξυδέρκεια, αίσθηση θηράματος, σωματική και ψυχική δύναμη καθώς και έκφραση στο μέγιστο δυνατό βαθμό στον τύπο της φυλής που το καθορίζει.


Οι Ηπειρωτικές Φυλές (Γερμανικό Κοντότριχο – Μακρύτριχο Πόιντερ, Επανιέλ Μπρετόν, Βίζλα, Βαϊμαράνερ, τύπου «Μπρακ») πάντοτε με γνώμονα το εργασιακό πρότυπο, χαρακτηρίζονται από περισσότερη μεθοδικότητα στην έρευνα (περισσότερη αποτελεσματικότητα σε πιο κλειστά – σφικτά μέρη και σε κυνήγια όπως του ορτυκιού), πιο κλειστή και αργή έρευνα από τις Αγγλικές Φυλές και με μια ιδιαίτερα πιο ανεπτυγμένη έμφυτη τάση του απόρτ. (θηραματοφορία)

Για του…γούστου το αληθές καθένας μπορεί να επιλέξει τη φυλή που τον εκφράζει.


Τώρα όσον αφορά το θέμα ιδανικών κυνηγότοπων που αποτελούν αυθεντικούς βιότοπους για τη μπεκάτσα θεωρώ ότι η Κύπρος είναι ίσως από τις μοναδικές χώρες που οι κανόνες πλάθονται για να αναιρούνται. Θεωρώ ότι υπάρχουν και δεν υπάρχουν κλασσικά μπεκατσοτόπια, πολλές φορές η παρουσία των πουλιών μας εκπλήσσει (εκτός τόπου και χρόνου αναφορές παρουσίας πουλιών) και ότι λόγω της αρνητικής μετάλλαξης των βιοτόπων αρεσκείας της (δασικές καμένες εκτάσεις) έχει ήδη αλλάξει τους τρόπους άμυνας και συμπεριφοράς της (ανήσυχα πουλιά, προοδευτική μετάλλαξη στο DNA της ως άμυνα απέναντι στους φυσικούς εχθρούς της) ιδιαίτερα τις δύο τελευταίες δεκαετίες που ασκείται μια έντονη θηρευτική πίεση εναντίον της.


Αν έπρεπε να εκφράσω εν συντομία τον Δεκάλογο του καθ’ όλα γνήσιου Μπεκατσοκυνηγού αυτός θα ήταν:

  • ΠΟΤΕ την αυγή.
  • ΠΟΤΕ το σούρουπο.
  • ΠΟΤΕ χωρίς σκύλο.
  • Μια μπεκάτσα που ξεγέλασε και νίκησε το σκυλί μας χωρίς αυτό να τη «δείξει», δεν της αξίζει ο θάνατος. (κάρπωση) Αναμέτρηση επί ίσοις όροις με το οποιοδήποτε θήραμα.
  • ΠΟΤΕ κυνήγι κάτω από ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες που βάζουν σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωσή της. (σε παγετώνες και βαρυχειμωνιές «πιάνουν» εύκολα μέρη σε μεγάλους αριθμούς)
  • ΠΟΤΕ κρεατο-συλλογή. Παν μέτρον άριστον. Η ψυχή για να τραφεί θέλει λιγότερα απ’ το στομάχι…
  • Το κυνηγοτόπι είναι το σπίτι μας. Ας το διαχειριστούμε με τον ίδιο σεβασμό.
  • Σεβασμό στο ίδιο το θήραμα και το ευρύτερο οικοσύστημα. Ας προσέχουμε…για να έχουμε.
  • Ο σκύλος μας είναι ο καθρέφτης της ψυχής μας και η καλύτερή μας παρέα στο βουνό. Ένα «άχρηστο» σκυλί για το κυνήγι μπορεί να γίνει ο καλύτερος φίλος ενός παιδιού κι όχι απλά ένα «τροχαίο» ή τρόφιμος μελλοθάνατος ενός καταφυγίου σκύλων. Η εγκατάλειψη δεν είναι η λύση. Ας αναλογιστούμε πρώτιστα τις δικές μας ευθύνες.
  • Τέλος, τιμάτε τα εν αποστρατεία σκυλιά σας, που σας χάρισαν αμέτρητες κυνηγετικές αναμνήσεις, μέχρι τη τελευταία τους πνοή δίνοντάς τους απεριόριστη αγάπη και στοργή. Εξάλλου αν δεν ήταν αυτά μόνο μπεκατσοκυνηγοί δεν θα ‘μασταν.


Όταν καταφέρουμε να ξεφύγουμε απ’ το «εγώ» μας, όταν παραμερίσουμε τους εγωισμούς και τα πάθη, τότε θα είμαστε αρκετά «ευάλωτοι» ώστε να μπορούμε να εξελιχθούμε προς το καλύτερο και σαν κυνηγοί αλλά και σαν μέλη ενός ευρύτερου Κοινωνικού Συστήματος.


Καλά Κυνήγια σε όλους και ακόμα πιο καλές και ασφαλείς επιστροφές.